- περιπλευμονικός
- -ή, -όν, Αβλ. περιπνευμονικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπλευμονικός — affected with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλευμονικά — περιπλευμονικός affected with neut nom/voc/acc pl περιπλευμονικά̱ , περιπλευμονικός affected with fem nom/voc/acc dual περιπλευμονικά̱ , περιπλευμονικός affected with fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλευμονικῶν — περιπλευμονικός affected with fem gen pl περιπλευμονικός affected with masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλευμονικόν — περιπλευμονικός affected with masc acc sg περιπλευμονικός affected with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλευμονικαί — περιπλευμονικός affected with fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλευμονικοῖς — περιπλευμονικός affected with masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλευμονικοῖσι — περιπλευμονικός affected with masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλευμονικοῖσιν — περιπλευμονικός affected with masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλευμονικοῦ — περιπλευμονικός affected with masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλευμονικούς — περιπλευμονικός affected with masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)